Convencer στα ελληνικά
Μετάφραση: convencer, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πείθω, πείσει, πείσουν, πείσουμε, πείσει τους, πείσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- convalecer στα ελληνικά - αναρρώνυμι, ανάρρωση, αναρρώσει, αναρρώνω, αναρρώσετε
- convaleciente στα ελληνικά - αναρρωνύων, αναρρωνύοντα, αναρρωνύοντος, αναρρωνυόντων, αναρρωνύοντες
- convencimiento στα ελληνικά - καταδίκη, πίστη, πεποίθηση, πειθώ, πεποίθησή, καταδίκης, την πεποίθησή
- convencional στα ελληνικά - συμβατικός, συμβατικές, συμβατικό, συμβατικά, συμβατική
Τυχαίες λέξεις
Convencer στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πείθω, πείσει, πείσουν, πείσουμε, πείσει τους, πείσετε
Μεταφράσεις: πείθω, πείσει, πείσουν, πείσουμε, πείσει τους, πείσετε