Corpulento στα ελληνικά
Μετάφραση: corpulento, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γερός, τροφαντός, εύσωμος, παχύσαρκος, γεροδεμένος, θαρραλέος, εύσαρκος, παχύς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- corporación στα ελληνικά - συντεχνία, εταιρεία, Corporation, εταιριών, εταιρία, των εταιριών
- corporal στα ελληνικά - σωματικά, δεκανέας, σωματική, σωματικής, της σωματικής, η σωματική
- corpóreo στα ελληνικά - δεκανέας, φυσικός, σωματικά, σωματικός, σωματική, ενσώματα, ενσώματο, ...
- corpúsculo στα ελληνικά - σωμάτιο, κύτταρο, μόριο, αιμοσφαίριο, αιμοσφαιρίων, corpuscle
Τυχαίες λέξεις
Corpulento στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γερός, τροφαντός, εύσωμος, παχύσαρκος, γεροδεμένος, θαρραλέος, εύσαρκος, παχύς
Μεταφράσεις: γερός, τροφαντός, εύσωμος, παχύσαρκος, γεροδεμένος, θαρραλέος, εύσαρκος, παχύς