Dominación στα ελληνικά

Μετάφραση: dominación, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσία, κύρος, δύναμη, κυριαρχία, κυριαρχίας, την κυριαρχία, της κυριαρχίας, επικράτηση
Dominación στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • domicilio στα ελληνικά - σπίτι, κατοικία, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
  • dominante στα ελληνικά - κυρίαρχη, κυρίαρχο, δεσπόζουσα, δεσπόζουσα θέση, δεσπόζουσας
  • dominar στα ελληνικά - δεσπόζω, κυριαρχώ, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν
Τυχαίες λέξεις
Dominación στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσία, κύρος, δύναμη, κυριαρχία, κυριαρχίας, την κυριαρχία, της κυριαρχίας, επικράτηση