Λέξη: κολλώδης

Σχετικές λέξεις: κολλώδης

κολλώδης ομιλία, κολλοειδής άργυρος, κολλώδης συμπεριφορά, κολλώδης ουσία στα φυτά, κολλώδης ωτίτιδα

Συνώνυμα: κολλώδης

ζυμώδης, αρρωστιάρικος, ευτελής, κακοντυμένος, γλοιώδης, παχύρευστος, ιξώδης, συγκολλητικός

Μεταφράσεις: κολλώδης

κολλώδης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sticky, tacky, gluey, gummy, gooey

κολλώδης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
viscoso, pegajoso, pegadizo, pegajosa, adhesiva, pegajosos, pegajosas

κολλώδης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pappig, klebrig, klebrigen, klebrige, Haft, sticky

κολλώδης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rigoriste, visqueux, gluant, poisseux, glutineux, collant, tenace, suffocant, étouffant, collante, collants

κολλώδης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
appiccicoso, appiccicaticcio, appiccicosa, adesiva, sticky, adesivo

κολλώδης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
etiqueta, pegajoso, pegajosa, sticky, sticky buns, pegajosas

κολλώδης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
plakkerig, kleverig, kleverige, sticky, plakkerige

κολλώδης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вязкий, несговорчивый, клейкий, прилипчивый, липкий, труднореализуемый, липким, липкой, липкая, липкое

κολλώδης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klebrig, lummer, klissete, klebrige, trege, selvklebende

κολλώδης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klibbig, klibbiga, klibbigt, kladdig, kladdiga

κολλώδης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarttuva, kiinnittyvä, kiusallinen, tahmea, nahkea, sticky, tahmeaa, tahmean, tahmeita

κολλώδης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
klæbrig, klistret, sticky, klæbrige, klæbende

κολλώδης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dusný, mazlavý, mazovitý, lepkavý, lepivý, lepkavé, lepkavá, lepivé, sticky

κολλώδης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czepny, czepliwy, lepki, mazisty, duszny, parny, paskudny, kleisty, samoprzylepny, klejący, lepkie, sticky

κολλώδης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
cikis, kockázatos, meredek, kínos, ragadós, Sticky, ragacsos, tapadós, ragad

κολλώδης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yapışkan, Sticky, yapışkan bir, Sabit

κολλώδης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
липкий, клейкий

κολλώδης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngjitës, ngjitet, që ngjitet, ngjitës Ngjitës, të ngjitet

κολλώδης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лепкав, лепкава, лепкаво, лепкави, залепващата

κολλώδης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ліпкі, ліпучы, ліпкае

κολλώδης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kleepuv, külgejääv, Kleeps, Sticky, kleepuva, kleepuvad

κολλώδης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gnjecav, uporan, priljepljiv, ljepljiv, Vaľno, ljepljiva, ljepljive, Sticky

κολλώδης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Sticky, klístrað, límkenndur, tregbreytanlegt, klístruð

κολλώδης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lipnus, lipni, Dažna, Dažna Yra, lipnios

κολλώδης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lipīgs, lipīga, lipīgi, sticky, lipīgā

κολλώδης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
леплив, Важна тема, леплива, лепливи, лепи

κολλώδης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cleios, lipicios, lipicioase, lipicioasă, adezivă, lipicioasa

κολλώδης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lepljiv, lepljive, lepljivo, lepljiva, lepljivi

κολλώδης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mazľavý, lepkavý
Τυχαίες λέξεις