Elevación στα ελληνικά
Μετάφραση: elevación, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύψωση, μεταρσίωση, υψόμετρο, ανάδειξη, ανύψωση, ύψος, αύξηση, όψη, ανύψωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- elemental στα ελληνικά - στοιχειώδης, στοιχειακή, στοιχειακό, στοιχειακού, στοιχειώδη
- elemento στα ελληνικά - συστατικός, εξάρτημα, στοιχείο, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, το στοιχείο
- elevador στα ελληνικά - ασανσέρ, ανελκυστήρας, ανελκυστήρα, του ανελκυστήρα, ανελκυστήρων
- elevar στα ελληνικά - σηκώνω, εντείνω, ασανσέρ, ενισχύω, ανεβάζω, ανυψώνω, αυξάνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Elevación στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύψωση, μεταρσίωση, υψόμετρο, ανάδειξη, ανύψωση, ύψος, αύξηση, όψη, ανύψωσης
Μεταφράσεις: ύψωση, μεταρσίωση, υψόμετρο, ανάδειξη, ανύψωση, ύψος, αύξηση, όψη, ανύψωσης