Λέξη: κραταιός
Σχετικές λέξεις: κραταιός
κραταιός ορισμός, κραταιός ετυμολογία, κανονιοφόρος κραταιός
Μεταφράσεις: κραταιός
κραταιός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
potent, mighty
κραταιός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
poderoso, potente, poderosa, poderosos, fuerte
κραταιός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
potent, potente, stark, wirksam, wirkungsvoll, mächtig, gewaltig, mächtigen, mächtige, gewaltigen
κραταιός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gros, robuste, solide, fort, costaud, corsé, énergique, ferme, vigoureux, puissant, viril, intense, puissante, puissants, immense, majestueux
κραταιός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
valido, potente, possente, potenti, mighty, forte
κραταιός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
poderoso, poderosa, poderosos, forte, poderosas
κραταιός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
machtig, krachtig, sterk, machtige, sterke, helden, machtigen
κραταιός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сильнодействующий, могучий, крепкий, могущественный, мощный, убедительный, могучее, могучая, могучим
κραταιός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mektig, mektige, veldige, sterk, sterke
κραταιός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stark, kraftig, mäktig, mäktiga, väldiga, väldig, mäktigt
κραταιός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vakuuttava, voimakas, mahtava, kykenevä, vaikuttava, mahtavan, väkevä, voimallinen, väkevät
κραταιός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mægtige, mægtig, vældige, mægtigt, vældig
κραταιός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mohutný, účinný, silný, potentní, mocný, mocné, mocná, mocných
κραταιός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
potężny, silny, przekonywający, możny, mocny, wielki, potężna
κραταιός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
potens, hatalmas, erős, erõs, a hatalmas, hatalmasok
κραταιός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
güçlü, kuvvetli, etkili, kudretli, güçlü bir, büyük, mighty
κραταιός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фортеця, сила, міць, фортецю, ефективність, могутній, наймогутніший, могутня, могутнє
κραταιός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
potent, i fuqishëm, fuqishëm, i fortë, të fuqishëm, fuqishmit
κραταιός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
могъщ, силен, мощен, могъщата, могъща
κραταιός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
магутны, магутным, ўсемагутны
κραταιός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
potentne, võimeline, vägev, võimas, võimsa, mighty, vägevad
κραταιός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sposoban, potentan, uvjerljiv, moćan, snažan, moćni, moćna, silan
κραταιός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
voldugu, voldugur, máttugur, voldugi, kappanna
κραταιός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stiprus, galingas, Mighty, galinga, Galingasis
κραταιός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
varens, vareno, varenais, varenu, varenā
κραταιός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Моќниот, силни, моќната, силен, моќна
κραταιός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tare, puternic, puternică, mare, puternicul
κραταιός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
potentní, mogočna, mogočen, mighty, mogočni, mogočno
κραταιός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mohutný, potentní, účinný, mocný, silný, výkonný
Τυχαίες λέξεις