Enclenque στα ελληνικά
Μετάφραση: enclenque, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασήμαντος, ισχνός, αδύνατος, φιλάσθενος, ασθενικός, ασθενικά, ασθενικό, αρρωστημένο
Μεταφράσεις
- enclavar στα ελληνικά - ζαβολιάρης, φενακίζω, κλέβω, Ενσωματώστε, embed, ενσωματώσετε, Ενσωματώστε το, ...
- enclave στα ελληνικά - θύλακα, θύλακο, θύλακας, θύλακα του, περίκλειστο έδαφος
- encoger στα ελληνικά - συστέλλω, συρρικνώνομαι, μπαίνω, συρρικνωθεί, συρρικνώνονται, συρρικνώνεται, συρρίκνωση, ...
- encogerse στα ελληνικά - μπαίνω, συμβόλαιο, συστέλλομαι, προσβάλλομαι, συρρικνώνομαι, συστέλλω, συρρικνωθεί, ...
Τυχαίες λέξεις
Enclenque στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασήμαντος, ισχνός, αδύνατος, φιλάσθενος, ασθενικός, ασθενικά, ασθενικό, αρρωστημένο
Μεταφράσεις: ασήμαντος, ισχνός, αδύνατος, φιλάσθενος, ασθενικός, ασθενικά, ασθενικό, αρρωστημένο