Escalar στα ελληνικά

Μετάφραση: escalar, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλίμακα, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, λέπι, κλιμάκωση, κλίμακας, βαθμωτό, βαθμωτών, βαθμωτά, scalar, ανυσμάτων
Escalar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • escala στα ελληνικά - κλιμάκωση, λέπι, κλίμακα, κλίμακας, σκάλα, μέγεθος, ζυγαριά
  • escalada στα ελληνικά - ορειβασία, κλιμάκωση, κλιμάκωσης, την κλιμάκωση, κλιμάκωση της, η κλιμάκωση
  • escaldadura στα ελληνικά - ζεματίζω, έγκαυμα, ζεμάτισμα, ζεματιστού, απο εγκαύματα, έγκαυμα της
  • escaldar στα ελληνικά - ζεματίζω, έγκαυμα, ζεμάτισμα, ζεματιστού, απο εγκαύματα, έγκαυμα της
Τυχαίες λέξεις
Escalar στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλίμακα, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, λέπι, κλιμάκωση, κλίμακας, βαθμωτό, βαθμωτών, βαθμωτά, scalar, ανυσμάτων