Λέξη: τηλέγραφος

Σχετικές λέξεις: τηλέγραφος

τηλέγραφος φυτο, τηλέγραφος κώστας, τηλέγραφος wiki, τηλέγραφος morse, τηλέγραφοσ του αινεία, οπτικόσ τηλέγραφοσ, τηλέγραφος μορς, τηλέγραφος λευκάδα, τηλέγραφος του βοσπόρου, τηλέγραφος του πολύβιου

Συνώνυμα: τηλέγραφος

ραδιόφωνο, ράδιο, ασύρματος τηλεγράφος, ασύρματο τηλέφωνο, ασύρματος, τηλεγράφος

Μεταφράσεις: τηλέγραφος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
telegraph, the telegraph, telegraph was
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
telegrafiar, telégrafo, Telegraph, Telégrafos, de telégrafo, del telégrafo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
telegrafieren, telegrammdienst, telegraf, telegraphieren, Telegraph, Telegraf, Fernschreiber, Telegrafen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
télégraphique, télégraphier, câbler, télégraphe, Telegraph, télégraphiques, le télégraphe
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
telegrafo, Telegraph, telegrafico, di telegrafo, del telegrafo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
telegrafar, telegrama, telégrafo, Telegraph, Telegráfica, do telégrafo, Telégrafos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
telegraferen, overseinen, telegraaf, Telegraph, de Telegraaf, telegraaf-, telegraaf van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
телеграф, телеграфировать, Telegraph, телеграфный, телеграфа, Телеграфу
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Telegraph, telegraf, telegrafen, telegraf-
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
telegraf, Telegraph, telegrafen, telegraferar
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sähke, sähkeaakkoset, lennätin, Telegraph, lennätin-, sähke-
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Telegraph, telegrafen, Telegraf, telegraf-
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
telegrafický, telegraf, telegrafovat, Telegraph, telegrafní, pro telegrafní, telegrafu
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
telegrafować, depeszować, telegraf, Telegraph, telegrafu, telegraficzne, telegraficznej
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
távíró, távírókészülék, Telegraph, telegráf, távirat, távirati
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
telgraf, Telegraph, telgrafı, The Telegraph
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
телеграфувати, телеграф, Телеґраф
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
telegraf, telegrafi, Telegraph, telegrafik, telegrafike
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
телеграф, телеграфна, Telegraph, телеграфен, телеграфически
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тэлеграф, Телеграф
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
telegrafeerima, telegraaf, Telegraph, telegraafseadmed, Telegraphi, Telegraafi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dalekopisač, telegrafirati, brzojav, telegraf, Telegraph, telegrafski, telegrafa, telegrafske
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Telegraph, fyrir ritsíma, ritsíma
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
švieslentė, Telegraph, Telegrafas, Daily Telegraph
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
telegrāfs, Telegraph, telegrāfa, telegrāfu, Telegraf
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
телеграф, телеграфски, Telegraph, телеграфот, телеграфски пат
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
telegraf, Telegraph, de telegraf, telegrafic, telegrafica
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
telegraf, Telegraph, telegrafi, telegrafa, telegrafska
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
telegraf, Telegr, ticker, je telegraf
Τυχαίες λέξεις