Λέξη: τραγουδίστρια

Σχετικές λέξεις: τραγουδίστρια

τραγουδίστρια με μούσι, τραγουδίστρια στην μυτιλήνη τα βγάζει όλα για να γεμίσει το μαγαζί, τραγουδίστρια λένα, τραγουδίστρια ιντιλα, τραγουδίστρια στο j2us παραδέχτηκε on air ότι δεν φορούσε τίποτα κάτω από το κοντό της φόρεμα, τραγουδίστρια των μπλε, τραγουδίστρια ταμμυ, τραγουδίστρια otherview, τραγουδίστρια αποκάλυψε ότι «πάει» και με.. γυναίκες δείτε ποια είναι, τραγουδίστρια αυστρίας

Μεταφράσεις: τραγουδίστρια

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
singer, songstress, a singer, vocalist
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cantor, vocalista, cantante, la cantante, cantatriz, cantante de, la cantatriz
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
berufssänger, sänger, Sängerin, songstress, Songstreß
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chantre, chanteur, chansonnier, chanteuse, la chanteuse, songstress, cantatrice, chanteuse de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cantante, cantore, songstress, cantante di, la cantante, cantautrice
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chamuscar, cantora, cantador, songstress, cantora de, a cantora, da cantora
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zangeres, zanger, songstress, de zangeresSammi, zangeresSammi
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
певица, певец, бард, поэт
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sanger, songstress, sangerinnen, sangeren, I sangerinnen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sångare, songstress, sångerskan
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laulaja, laulajatar, songstress
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sanger, sangerinde, songstress, Sangerinden
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pěvec, zpěvák, pěvkyně, zpěvačka, Písničkářka, zpěvačkou
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wokalista, pieśniarz, śpiewak, śpiewaczka, piosenkarz, piosenkarka, songstress, piosenkarki
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
énekesnő
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şarkıcı, şarkıcısı Satine'i canlandırmıştı, kantocu, songstress, kadın şarkıcı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поет, поете, співець, співачок, бард, співачка
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
këngëtare, këngëtar, kengetare, kengetare e, Njëkohëshisht këngëtare, eshte kengetare
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
певец, певица, певицата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спявачка, сьпявачка
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laulja, Laulajatar, lauljatar
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pjevačica, pjesnik, pjevač
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
songstress
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dainininkas, vokalistas, Dziedātāja
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vokālists, dziedātājs, dziedātāja
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
songstress
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cântăreţ, cantareata, cantareata din, cântăreața
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pevec, pevka, Pjevačica
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
speváčka, speváčky, divy

Στατιστικά δημοτικότητας: τραγουδίστρια

Τυχαίες λέξεις