Exclusivo στα ελληνικά
Μετάφραση: exclusivo, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκλειστικότητα, γλώσσα, πέλμα, αποκλειστικός, αποκλειστική, αποκλειστικό, αποκλειστικά, αποκλειστικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- exclusivamente στα ελληνικά - αποκλειστικά, αποκλειστικώς, μόνο, αποκλειστικά και μόνο, αποκλειστική
- exclusive στα ελληνικά - αποκλειστικός, αποκλειστική, αποκλειστικό, αποκλειστικά, αποκλειστικής
- exclusión στα ελληνικά - αποκλεισμός, αποκλεισμού, αποκλεισμό, εξαίρεση, του αποκλεισμού
- excomulgar στα ελληνικά - απαγόρευση, αποκλεισμός, αφορίζω, απαγορεύω, αποκλείω, αναθεματίζω, αφορίσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Exclusivo στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκλειστικότητα, γλώσσα, πέλμα, αποκλειστικός, αποκλειστική, αποκλειστικό, αποκλειστικά, αποκλειστικής
Μεταφράσεις: αποκλειστικότητα, γλώσσα, πέλμα, αποκλειστικός, αποκλειστική, αποκλειστικό, αποκλειστικά, αποκλειστικής