General στα ελληνικά

Μετάφραση: general, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στρατηγός, γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
General στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • genealógico στα ελληνικά - γενεαλογικός, γενεαλογικών, γενεαλογικούς, γενεαλογικού χαρακτήρα, γενεαλογικού χαρακτήρα που
  • generación στα ελληνικά - γενιά, γενεά, παραγωγή, γενιάς, παραγωγής
  • generalización στα ελληνικά - γενίκευση, γενίκευσης, τη γενίκευση, η γενίκευση
  • generalizar στα ελληνικά - γενικεύσουμε, γενικεύουμε, γενικεύσει, γενίκευση, γενικεύσουν
Τυχαίες λέξεις
General στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στρατηγός, γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές