Habilitar στα ελληνικά

Μετάφραση: habilitar, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτρέπω, ενεργοποιήσετε, επιτρέψουν, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει
Habilitar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • habilidad στα ελληνικά - φιλοτεχνία, ικανότητα, τέχνη, επιδεξιότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, ...
  • habilidoso στα ελληνικά - ικανός, έμπειρος, έμπειρους, ειδικευμένους, εξειδικευμένο, ειδικευμένο
  • habitable στα ελληνικά - κατοικήσιμος, Κατοικήσιμη, κατοικήσιμο, ενδιαιτήσεως, κατοικήσιμα
  • habitación στα ελληνικά - δωμάτιο, κοιλότητα, θάλαμος, χώρος, θαλάμη, αίθουσα, δωματίου, ...
Τυχαίες λέξεις
Habilitar στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτρέπω, ενεργοποιήσετε, επιτρέψουν, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει