Incesante στα ελληνικά
Μετάφραση: incesante, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαρκής, ασταμάτητος, ενδελεχής, παντοτινός, συνεχής, αδιάκοπος, ακατάπαυστος, αδιάλειπτη, αδιάκοπη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- incentivo στα ελληνικά - κίνητρο, ορμή, κινήτρων, κίνητρα, ενθάρρυνσης, κίνητρο για
- incertidumbre στα ελληνικά - αβεβαιότητα, αβεβαιότητας, η αβεβαιότητα, ανασφάλεια, την αβεβαιότητα
- incesto στα ελληνικά - αιμομιξία, αιμομιξίας, την αιμομιξία, η αιμομιξία, της αιμομιξίας
- incestuoso στα ελληνικά - αιμομικτικός, αιμομικτικοί, αιμομικτική, αιμομικτικής, οι περιπτώσεις αιμομιξίας
Τυχαίες λέξεις
Incesante στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαρκής, ασταμάτητος, ενδελεχής, παντοτινός, συνεχής, αδιάκοπος, ακατάπαυστος, αδιάλειπτη, αδιάκοπη
Μεταφράσεις: διαρκής, ασταμάτητος, ενδελεχής, παντοτινός, συνεχής, αδιάκοπος, ακατάπαυστος, αδιάλειπτη, αδιάκοπη