Αδιάκοπος στα ισπανικά

Μετάφραση: αδιάκοπος, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
constante, continuo, incesante, permanente, incesantes, sin cesar, incesable
Αδιάκοπος στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδιάκοπος

αδιάκοπος συνώνυμα, αδιάκοπος συνώνυμο, αδιάκοπος στα αγγλικά, αδιάκοπος λεξικό γλώσσας ισπανικά, αδιάκοπος στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • αδιάβροχος στα ισπανικά - impermeable, resistente al agua, prueba de agua, impermeables, a prueba de agua
  • αδιάθετος στα ισπανικά - enfermo, indispuesto, mal, malestar, unwell
  • αδιάκριτος στα ισπανικά - indiscreto, mirón, curioso, fisgón, Snooper, espía, sno, ...
  • αδιάλλακτος στα ισπανικά - rígido, tieso, intransigente, intransigentes, intransigencia
Τυχαίες λέξεις
Αδιάκοπος στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: constante, continuo, incesante, permanente, incesantes, sin cesar, incesable