Incremento στα ελληνικά

Μετάφραση: incremento, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όγκος, εξέλιξη, ανάπτυξη, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Incremento στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • incredulidad στα ελληνικά - δυσπιστία, τη δυσπιστία, απιστίας, Η δυσπιστία, δυσπιστία για
  • incrementar στα ελληνικά - αυξάνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
  • increíble στα ελληνικά - απίστευτος, Υπέροχη, απίστευτη, απίστευτο, απίστευτα
  • increíblemente στα ελληνικά - απίθανα, απίστευτα, εξαιρετικά
Τυχαίες λέξεις
Incremento στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όγκος, εξέλιξη, ανάπτυξη, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει