Λέξη: προμηθεύομαι

Σχετικές λέξεις: προμηθεύομαι

προμηθεύομαι συνώνυμα, προμηθεύομαι στα αγγλικά, προμηθεύομαι αγγλικά

Συνώνυμα: προμηθεύομαι

παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, κερδίζω, γίνομαι, προμηθεύω, βρίσκω, επικρατώ, εξασφαλίζω

Μεταφράσεις: προμηθεύομαι

προμηθεύομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
obtain, promithefomai

προμηθεύομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conseguir, adquirir, alcanzar, obtener, lograr, promithefomai

προμηθεύομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bekommen, erhalten, promithefomai

προμηθεύομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rattraper, obtiens, parvenir, durer, procurer, obtenez, remporter, persister, maintenir, dominer, subsister, recevoir, obtiennent, régner, gagner, conquérir, promithefomai

προμηθεύομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ottenere, conseguire, ricevere, promithefomai

προμηθεύομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arranjar, adquirir, entupir, obter, colher, obstruir, conseguir, promithefomai

προμηθεύομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
behalen, verwerven, verkrijgen, promithefomai

προμηθεύομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
добиться, изыскать, выторговывать, получить, получать, существовать, одержать, приобрести, снискать, почерпнуть, добывать, приобретать, достигать, возыметь, достичь, вытребовать, promithefomai

προμηθεύομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
få, promithefomai

προμηθεύομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vinna, skaffa, få, erhålla, promithefomai

προμηθεύομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ammentaa, saada, saavuttaa, hankkia, promithefomai

προμηθεύομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skaffe, promithefomai

προμηθεύομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dostávat, dobývat, převládat, obdržet, získat, nabýt, trvat, získávat, panovat, dostat, dobýt, držet, promithefomai

προμηθεύομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trwać, uzyskiwać, utrzymywać, panować, zaopatrzyć, uzyskać, dostawać, otrzymywać, zdobyć, nabywać, otrzymać, promithefomai

προμηθεύομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
promithefomai

προμηθεύομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
promithefomai

προμηθεύομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сягати, набути, досягати, отримувати, домагатися, promithefomai

προμηθεύομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
promithefomai

προμηθεύομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
promithefomai

προμηθεύομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
атрымоўваць, promithefomai

προμηθεύομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
saama, saavutama, promithefomai

προμηθεύομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
steći, dobiti, postići, promithefomai

προμηθεύομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
promithefomai

προμηθεύομαι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
acquiro

προμηθεύομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
promithefomai

προμηθεύομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
promithefomai

προμηθεύομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
promithefomai

προμηθεύομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
promithefomai

προμηθεύομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dobiti, promithefomai

προμηθεύομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
získavať, promithefomai
Τυχαίες λέξεις