Indistinto στα ελληνικά
Μετάφραση: indistinto, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασαφής, ακαθόριστος, λιποθυμώ, αμυδρός, αδιάκριτος, ακαθόριστα, δυσδιάκριτα, αδιάκριτη
Μεταφράσεις
- indispensable στα ελληνικά - απαραίτητος, ουσιώδης, απαραίτητη, απαραίτητο, απαραίτητες, απαραίτητα
- indisposición στα ελληνικά - αδιαθεσία, αδιαθεσίας, ανημπόρια, κωλύματος, ανημποριά
- individual στα ελληνικά - μόνος, ατομικός, μονός, ανύπαντρος, άτομο, μονόκλινος, επιμέρους, ...
- individualidad στα ελληνικά - ατομικότητα, ατομικότητας, την ατομικότητα, ατομικότητά, η ατομικότητα
Τυχαίες λέξεις
Indistinto στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασαφής, ακαθόριστος, λιποθυμώ, αμυδρός, αδιάκριτος, ακαθόριστα, δυσδιάκριτα, αδιάκριτη
Μεταφράσεις: ασαφής, ακαθόριστος, λιποθυμώ, αμυδρός, αδιάκριτος, ακαθόριστα, δυσδιάκριτα, αδιάκριτη