Indudablemente στα ελληνικά
Μετάφραση: indudablemente, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναμφισβήτητα, αναμφίβολος, αναμφίβολα, χωρίς αμφιβολία, ασφαλώς, αμφιβολία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inductivo στα ελληνικά - επαγωγικός, επαγωγική, επαγωγικό, επαγωγικού, επαγωγικής
- indudable στα ελληνικά - αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, αδιαμφισβήτητη, αδιαμφισβήτητο, αδιαμφισβήτητος
- indulgencia στα ελληνικά - επιείκεια, μακροθυμία, απόλαυση, ανοχή, επιείκειά, ανοχής
- indulgente στα ελληνικά - επιεικής, μακρόθυμος, μαλακός, απολαυστική, χαλαρωτικές, επιεικείς, απολαυστικές
Τυχαίες λέξεις
Indudablemente στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναμφισβήτητα, αναμφίβολος, αναμφίβολα, χωρίς αμφιβολία, ασφαλώς, αμφιβολία
Μεταφράσεις: αναμφισβήτητα, αναμφίβολος, αναμφίβολα, χωρίς αμφιβολία, ασφαλώς, αμφιβολία