Lubrificante στα ελληνικά

Μετάφραση: lubrificante, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιπαντικό, λιπαντική ουσία, λιπαντικού, λιπαντικών, λιπαντικά
Lubrificante στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lubricante στα ελληνικά - λιπαντικό, λιπαντική ουσία, λιπαντικού, λιπαντικών, λιπαντικά
  • lubricar στα ελληνικά - γράσο, λιπαντικό, λιπαίνετε, λιπαίνει, λιπάνετε, λιπαίνουν, λιπάνετέ
  • lucha στα ελληνικά - αγωνίζομαι, διένεξη, διαφωνία, διεκδικώ, μάχομαι, καταπολεμώ, αγώνας, ...
  • luchador στα ελληνικά - παλαιστής, μαχητής, μαχητή, μαχητικό, μαχητικά, αγωνιστή
Τυχαίες λέξεις
Lubrificante στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιπαντικό, λιπαντική ουσία, λιπαντικού, λιπαντικών, λιπαντικά