Abisso στα ελληνικά
Μετάφραση: abisso, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χάσμα, κόλπος, γκρεμός, άβυσσος, άβυσσο, αβύσσου, γκρεμού, βάραθρο
Μεταφράσεις
- abilitazione στα ελληνικά - ικανότητα, ταλέντο, κλίση, πρόκριση, προτέρημα, Ενεργοποίηση, Ενεργοποιήστε, ...
- abilità στα ελληνικά - φιλοτεχνία, επιδεξιότητα, ικανότητα, δεξιοτεχνία, τέχνη, επιτηδειότητα, δυνατότητα, ...
- abitabile στα ελληνικά - κατοικήσιμος, Κατοικήσιμη, κατοικήσιμο, ενδιαιτήσεως, κατοικήσιμα
- abitante στα ελληνικά - κάτοικος, μόνιμος, κάτοικο, κάτοικο και, κεφαλή
Τυχαίες λέξεις
Abisso στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χάσμα, κόλπος, γκρεμός, άβυσσος, άβυσσο, αβύσσου, γκρεμού, βάραθρο
Μεταφράσεις: χάσμα, κόλπος, γκρεμός, άβυσσος, άβυσσο, αβύσσου, γκρεμού, βάραθρο