Λέξη: συμπεριφέρομαι
Σχετικές λέξεις: συμπεριφέρομαι
συμπεριφέρομαι σωστά, συμπεριφέρομαι συνώνυμα
Συνώνυμα: συμπεριφέρομαι
μεταχειρίζομαι, λειτουργώ, εξευτελίζω, συμμορφούμαι
Μεταφράσεις: συμπεριφέρομαι
συμπεριφέρομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
behave, demean, comport, conduct oneself, I behave
συμπεριφέρομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hacer, portarse, obrar, conducirse, proceder, comportarse, se comportan, comportará, comportarse de, comporten
συμπεριφέρομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
handeln, sich verhalten, sich benehmen, verhalten, verhalten sich
συμπεριφέρομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
maintenir, manières, procéder, agir, conserver, faire, se comporter, comporter, comportement, comportent, se comportent
συμπεριφέρομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
comportarsi, comporterà, si comportano, comportano, comportarci
συμπεριφέρομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
comporte-se, proceder, andar, agir, comportar-se, comportar, se comportar, se comportam
συμπεριφέρομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zich gedragen, gedragen, zich, gedragen zich, gedrag
συμπεριφέρομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
совершать, поступать, работать, совершаться, совершить, вести, вести себя, ведут себя, себя, себя вести
συμπεριφέρομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oppføre seg, oppføre, oppfører, oppfører seg, opptre
συμπεριφέρομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beter, beter sig, bete sig, uppträda, bete
συμπεριφέρομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toimia, käyttäytyä, esiintyä, käyttäytyvät, käyttäytymään, toimivat
συμπεριφέρομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opfører, opføre sig, opfører sig, opføre, handle
συμπεριφέρομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chovat, zachovat, jednat, chovat se, chovají, se chovají, chová
συμπεριφέρομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prowadzić, zachowywać, postępować, zachować się, działać, zachowują
συμπεριφέρομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
viselkedik, viselkednek, viselkedjen, viselkedjenek
συμπεριφέρομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
davranmak, davranmaya, davranırlar, davranması, davranmasına
συμπεριφέρομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вчиняти, поводьте, надходити, чинити, поводитися, вести, вісті, безвісти, вестиме
συμπεριφέρομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sillem, sillen, të sillen, sillet, sillemi
συμπεριφέρομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
държим, държи, държат, се държат, се държи
συμπεριφέρομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рабiць, весці, паводзіць, весткі, вестак, весьці
συμπεριφέρομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
käituma, käituda, käituvad, käitub, käitumist
συμπεριφέρομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ponašati, nastupiti, nastupati, ponašaju, se ponašaju, se ponašati, ponaša
συμπεριφέρομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hegða, hegða sér, haga sér, haga, að hegða sér
συμπεριφέρομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
elgtis, elgiasi, elgsis, elgesys
συμπεριφέρομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzvesties, izturēties, rīkoties, uzvedas, rīkosies
συμπεριφέρομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
однесуваме, однесуваш, се однесуваат, се однесува, однесуваат
συμπεριφέρομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
comporta, se comporta, se comporte, comporte, comportă
συμπεριφέρομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jedkat, obnašajo, obnašati, se obnašajo, vedejo, vesti
συμπεριφέρομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
správať, chovať, konať