Accensione στα ελληνικά

Μετάφραση: accensione, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυροδότηση, διακόπτης, ανάφλεξη, μίζα, ανάφλεξης, ανάφλεξης με, αναφλέξεως, της ανάφλεξης
Accensione στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accendino στα ελληνικά - αναπτήρας, μαούνα, αναπτήρα, ελαφρύτερο, ελαφρύτερα, ελαφρύτερη
  • accendisigari στα ελληνικά - μαούνα, αναπτήρας, Αναπτήρα, Lighter, Ανοιχτόχρ, Πιο φωτεινό
  • accento στα ελληνικά - έμφαση, προφορά, έμφασης, τόνο, ανάδειξης
  • accentramento στα ελληνικά - συγκέντρωση, συγκεντρωτισμός, συγκεντρωτισμό, συγκεντρωτισμού, κεντροποίηση
Τυχαίες λέξεις
Accensione στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυροδότηση, διακόπτης, ανάφλεξη, μίζα, ανάφλεξης, ανάφλεξης με, αναφλέξεως, της ανάφλεξης