Λέξη: εξομολογητής

Συνώνυμα: εξομολογητής

πνευματικός, εξομόλογος

Μεταφράσεις: εξομολογητής

εξομολογητής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
confessor, s confessor

εξομολογητής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
confesor, el confesor, confesor de

εξομολογητής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beichtvater, Beichtvater, Bekenner, Beichtvaters, Beichtiger, Bekenners

εξομολογητής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
confesseur, le confesseur

εξομολογητής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
confessore, il confessore, confessor

εξομολογητής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
confessor, o confessor

εξομολογητής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
biechtvader, mijn biechtvader, confessor, belijder, biechtvader van

εξομολογητής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
духовник, исповедник, духовником, исповедником, духовника

εξομολογητής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skriftefar, skrifte, Bekjenneren, confessor

εξομολογητής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bikt, biktfar, biktfaderen, biktfader, biktfadern

εξομολογητής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rippi-isä, Confessor, rippi, Tunnustaja

εξομολογητής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skriftefader, Skriftefaderen, skriftefar, bekender, sjælesørger

εξομολογητής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zpovědník, vyznavač, zpovědníkem, zpovědníka, vyznavačem

εξομολογητής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyznawca, spowiednik, spowiednikiem, spowiednika, confessor

εξομολογητής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyóntató, gyóntatója, gyóntatót, gyóntatójával, gyóntatóra

εξομολογητής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
itirafçı, itirafçısı, confessor, the Confessor, the Confessor'un

εξομολογητής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сповідник, сповідувач, ісповідник, Ісповедник, духівник

εξομολογητής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrëfyes, rrefehet, rrëfyer, i rrefehesh, rrefehesh

εξομολογητής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
духовник, изповедник, изповедника, изповедникът, изповедник на

εξομολογητής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спавядальнік, вызнаўца, спаведнік

εξομολογητής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülestunnistaja, pihiisa, Usutunnistaja, Confessor, Usutunnistajaga

εξομολογητής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ispovjednik, je ispovjednik, vjerski ispovjednik, ispovijedao

εξομολογητής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
confessor

εξομολογητής στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
penintentiarius

εξομολογητής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuodėmklausys, Dvasinis, išpažinėjas, nuodėmklausio, Biktstēvs

εξομολογητής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
biktstēvs

εξομολογητής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
исповедник, духовник, исповедник на

εξομολογητής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
duhovnic, confesor, duhovnicul, mărturisitor, confesorul

εξομολογητής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spovednik, Confessor, Spovednica

εξομολογητής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vyznávač, vyznávači, vyznavač
Τυχαίες λέξεις