Accertare στα ελληνικά
Μετάφραση: accertare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαληθεύω, αποτιμώ, εκτιμώ, διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξακριβωθεί, εξακριβώσει, εξακριβώσουν, διαπιστώσει, διαπιστωθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accentuazione στα ελληνικά - τονισμός, τονισμού, τονισμό, όξυνση, τον τονισμό
- accertamento στα ελληνικά - εκτίμηση, αξιολόγηση, αξιολόγησης, εκτίμησης, την αξιολόγηση
- accessibile στα ελληνικά - ευπρόσιτος, προσιτός, προσπελάσιμος, προσβάσιμο, προσβάσιμα, προσβάσιμη
- accessibilità στα ελληνικά - προσιτότητα, προσβασιμότητα, προσβασιμότητας, δυνατότητα πρόσβασης, την προσβασιμότητα
Τυχαίες λέξεις
Accertare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαληθεύω, αποτιμώ, εκτιμώ, διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξακριβωθεί, εξακριβώσει, εξακριβώσουν, διαπιστώσει, διαπιστωθεί
Μεταφράσεις: επαληθεύω, αποτιμώ, εκτιμώ, διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξακριβωθεί, εξακριβώσει, εξακριβώσουν, διαπιστώσει, διαπιστωθεί