Accigliato στα ελληνικά

Μετάφραση: accigliato, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουχρός, ζοφερός, απαισιόδοξος, μελαχρινός, σκούρος, σκοτεινός, μελαγχολικός, συνοφρύωμα, frowning, συνοφρύωση, το συνοφρύωμα
Accigliato στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accidente στα ελληνικά - ατύχημα, ατυχήματος, ατυχημάτων, ατυχήματα, των ατυχημάτων
  • accidia στα ελληνικά - οκνηρία, αδράνεια, νωθρότητα, νωθρότητας, η νωθρότητα, οκνηρίας
  • acciuffare στα ελληνικά - κατάσχω, καταλαμβάνω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
  • acciuga στα ελληνικά - γαύρος, γαύρου, γαύρο, τον γαύρο, το γαύρο
Τυχαίες λέξεις
Accigliato στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουχρός, ζοφερός, απαισιόδοξος, μελαχρινός, σκούρος, σκοτεινός, μελαγχολικός, συνοφρύωμα, frowning, συνοφρύωση, το συνοφρύωμα