Addentare στα ελληνικά
Μετάφραση: addentare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσίμπημα, δαγκώνω, δάγκωμα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- addebitare στα ελληνικά - κατηγορία, κατηγορώ, ενοχοποιώ, φροντίδα, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, ...
- addensare στα ελληνικά - πυκνώνω, δένω, πήζω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, ...
- addentatura στα ελληνικά - δάγκωμα, τσίμπημα, δαγκώνω, παραμορφωμένα, παραμορφωμένο, παραμορφωμένη, παραμορφωμένος, ...
- addestramento στα ελληνικά - προπόνηση, εκπαίδευση, προπονούμενος, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης, την κατάρτιση
Τυχαίες λέξεις
Addentare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσίμπημα, δαγκώνω, δάγκωμα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
Μεταφράσεις: τσίμπημα, δαγκώνω, δάγκωμα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει