Adescamento στα ελληνικά
Μετάφραση: adescamento, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δόλωμα, δελεάζω, προσέλκυση, την προσέλκυση, η προσέλκυση, προσέλκυσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aderenza στα ελληνικά - προσκόλληση, εμμονή, τήρηση, την τήρηση, τήρησης, προσήλωση
- aderire στα ελληνικά - συνενώνω, εμμένω, προσκολλώμαι, κατατάσσομαι, ενώνω, κολλώ, συνδέω, ...
- adescare στα ελληνικά - προσελκύω, δελεάζω, επισύρω, τραβώ, έλκω, δέλεαρ, θέλγητρο, ...
- adesione στα ελληνικά - εμμονή, προσκόλληση, πρόσφυση, πρόσφυσης, προσκόλλησης, συγκόλληση
Τυχαίες λέξεις
Adescamento στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δόλωμα, δελεάζω, προσέλκυση, την προσέλκυση, η προσέλκυση, προσέλκυσης
Μεταφράσεις: δόλωμα, δελεάζω, προσέλκυση, την προσέλκυση, η προσέλκυση, προσέλκυσης