Aiuto στα ελληνικά

Μετάφραση: aiuto, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπαράσταση, στήριγμα, βοηθώ, βοήθημα, επικουρία, βοήθεια, υποστήριγμα, αρωγή, βοηθός, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
Aiuto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aiutante στα ελληνικά - βοηθός, βοηθητικών, βοηθητικά, βοηθητικό, βοηθητικού
  • aiutare στα ελληνικά - βοηθός, βοηθώ, βοήθημα, αρωγή, βοήθεια, επικουρία, βοηθήσει, ...
  • aizzare στα ελληνικά - ξεκινώ, υποκινούν, υποκινήσουν, υποδαυλίζουν, υποκινήσει, υποκίνηση
  • ala στα ελληνικά - φτερό, πτέρυγα, πλευρά, πτέρυγας, πτερύγιο
Τυχαίες λέξεις
Aiuto στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπαράσταση, στήριγμα, βοηθώ, βοήθημα, επικουρία, βοήθεια, υποστήριγμα, αρωγή, βοηθός, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν