Βοηθός στα ιταλικά

Μετάφραση: βοηθός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aiutante, soccorso, collaboratore, assistente, aiuto, ausilio, sovvenire, sussidio, assistere, assistenza, aiutare, assistente alla, assistente al, assistant
Βοηθός στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βοηθός

βοηθός νοσηλευτικής γενικής νοσηλείας, βοηθός λογιστή, βοηθός φαρμακείου, βοηθός φυσικοθεραπείας, βοηθός νοσηλευτικής τραυματολογίας, βοηθός λεξικό γλώσσας ιταλικά, βοηθός στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • βοήθημα στα ιταλικά - soccorso, ausilio, assistere, aiuto, aiutare, sussidio, aiuti, ...
  • βοηθητικός στα ιταλικά - accessorio, ausiliario, ausiliare, ausiliaria, ausiliari, ausiliarie
  • βοηθώ στα ιταλικά - sovvenire, sussidio, assistere, assistenza, soccorso, ausilio, promuovere, ...
  • βολή στα ιταλικά - buttare, gettare, colpo, tiro, ripresa, un tiro di, tiro di
Τυχαίες λέξεις
Βοηθός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: aiutante, soccorso, collaboratore, assistente, aiuto, ausilio, sovvenire, sussidio, assistere, assistenza, aiutare, assistente alla, assistente al, assistant