Βοήθημα στα ιταλικά

Μετάφραση: βοήθημα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
soccorso, ausilio, assistere, aiuto, aiutare, sussidio, aiuti, aiuti di, gli aiuti, un aiuto
Βοήθημα στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βοήθημα

βοήθημα βιολογίας γ γυμν, βοήθημα ιλιάδας β γυμν, βοήθημα 500 ευρώ, βοήθημα φυσικής γ γυμν, βοήθημα γλώσσας β γυμν, βοήθημα λεξικό γλώσσας ιταλικά, βοήθημα στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • βλοσυρός στα ιταλικά - tetro, poppa, severo, imbronciato, truce, torvo, cupa, ...
  • βοήθεια στα ιταλικά - assistenza, appoggio, fiancheggiare, sovvenire, aiutare, assistere, sorreggere, ...
  • βοηθητικός στα ιταλικά - accessorio, ausiliario, ausiliare, ausiliaria, ausiliari, ausiliarie
  • βοηθός στα ιταλικά - aiutante, soccorso, collaboratore, assistente, aiuto, ausilio, sovvenire, ...
Τυχαίες λέξεις
Βοήθημα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: soccorso, ausilio, assistere, aiuto, aiutare, sussidio, aiuti, aiuti di, gli aiuti, un aiuto