Aprire στα ελληνικά
Μετάφραση: aprire, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκαινιάζω, ανοιχτός, ανοικτός, ανοίγω, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
Μεταφράσεις
- appurare στα ελληνικά - επαληθεύω, εξακριβωθεί, εξακριβώσει, εξακριβώσουν, διαπιστώσει, διαπιστωθεί
- aprico στα ελληνικά - ηλιόλουστος
- apriscatole στα ελληνικά - μπορεί ανοιχτήρι, ανοιχτήρι κονσέρβας, ανοιχτήρι κονσερβών, ανοιχτήρι, ανοιχτηριού κονσέρβας
- aquila στα ελληνικά - αετός, Eagle, αετό, αετού, αετών
Τυχαίες λέξεις
Aprire στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκαινιάζω, ανοιχτός, ανοικτός, ανοίγω, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
Μεταφράσεις: εγκαινιάζω, ανοιχτός, ανοικτός, ανοίγω, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό