Ανοίγω στα ιταλικά
Μετάφραση: ανοίγω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dischiudere, esordire, aperto, aprire, aperta, aperti, aperte
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοίγω
ανοίγω σπίτι, ανοίγω το ψυγείο μου και τι να δω ο μπαρμπα-στάθης υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος, ανοίγω συνώνυμα, ανοίγω φύλλο για πίτα, ανοίγω τα μάτια σηκώνω το βλέμμα, ανοίγω λεξικό γλώσσας ιταλικά, ανοίγω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ανιχνευτής στα ιταλικά - ricognitore, sensore, detector, rivelatore, rilevatore, rilevatore di, rivelatore di
- ανιχνεύω στα ιταλικά - scoprire, ricognitore, orma, rintracciare, vestigio, traccia, tracciare, ...
- ανοησίες στα ιταλικά - assurdità, nonsenso, sciocchezza, sciocchezze, nonsense, una sciocchezza
- ανοικοδόμηση στα ιταλικά - ricostruzione, la ricostruzione, di ricostruzione, ristrutturazione, alla ricostruzione
Τυχαίες λέξεις
Ανοίγω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: dischiudere, esordire, aperto, aprire, aperta, aperti, aperte
Μεταφράσεις: dischiudere, esordire, aperto, aprire, aperta, aperti, aperte