Ανοιχτός στα ιταλικά
Μετάφραση: ανοιχτός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esordire, aprire, aperto, dischiudere, aperta, aperti, aperte
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοιχτός
ανοιχτός τομογράφος, ανοιχτός αλληλόχρεος λογαριασμός, ανοιχτός διαγωνισμός, ανοικτός μαγνητικός τομογράφος, ανοιχτός παιδότοπος, ανοιχτός λεξικό γλώσσας ιταλικά, ανοιχτός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ανοιχτά στα ιταλικά - apertamente, aperta, pubblicamente, apertamente la, francamente
- ανοιχτοχέρης στα ιταλικά - generoso, liberale, open-, aperto, aperta, open, all'aperto
- ανοξείδωτος στα ιταλικά - inossidabile, acciaio, inox, in acciaio, di acciaio
- ανοράκ στα ιταλικά - giacche a vento, giacche, giacche a, le giacche a vento, giacconi
Τυχαίες λέξεις
Ανοιχτός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: esordire, aprire, aperto, dischiudere, aperta, aperti, aperte
Μεταφράσεις: esordire, aprire, aperto, dischiudere, aperta, aperti, aperte