Articolazione στα ελληνικά
Μετάφραση: articolazione, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γόμφος, κοινός, άρθρωση, κοψίδι, διάρθρωση, άρθρωσης, αρθρώσεως, συνάρθρωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arteria στα ελληνικά - αρτηρία, αρτηρίας, αρτηριών, νόσο, αρτηριακού
- arterioso στα ελληνικά - αρτηριακός, αρτηριακή, αρτηριακού, αρτηριακό, αρτηριακών
- articolo στα ελληνικά - άρθρο, ρήτρα, κομμάτι, πράγμα, άρθρου, το άρθρο, του άρθρου, ...
- artificiale στα ελληνικά - τεχνητός, συνθετικός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητών
Τυχαίες λέξεις
Articolazione στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γόμφος, κοινός, άρθρωση, κοψίδι, διάρθρωση, άρθρωσης, αρθρώσεως, συνάρθρωση
Μεταφράσεις: γόμφος, κοινός, άρθρωση, κοψίδι, διάρθρωση, άρθρωσης, αρθρώσεως, συνάρθρωση