Attaccarsi στα ελληνικά
Μετάφραση: attaccarsi, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμμένω, κολλώ, προσκολλώμαι, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- attaccante στα ελληνικά - απεργός, συμπαίκτη του, τον συμπαίκτη, συμπαίκτη, τον συμπαίκτη του
- attaccare στα ελληνικά - συνδέω, επίθεση, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
- attacco στα ελληνικά - επιτίθεμαι, εφορμώ, βιαιοπραγία, αρχή, επίθεση, επιδρομή, επίθεσης, ...
- attanagliare στα ελληνικά - πιάνω, λαβή, κράτημα, πιάνεται, εγκλωβισμένοι, πιάνονται, συμπαρασύρει, ...
Τυχαίες λέξεις
Attaccarsi στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμμένω, κολλώ, προσκολλώμαι, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί
Μεταφράσεις: εμμένω, κολλώ, προσκολλώμαι, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί