Autorità στα ελληνικά
Μετάφραση: autorità, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυθεντία, εξουσία, κύρος, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- autorimessa στα ελληνικά - γκαράζ, στάθμευσης, συνεργείο, garage, του γκαράζ
- autoritario στα ελληνικά - απολυταρχικός, αυταρχική, αυταρχικό, αυταρχικά, αυταρχικών
- autorizzare στα ελληνικά - δημοσιεύω, εκκρίνω, κυκλοφορώ, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, ...
- autorizzazione στα ελληνικά - άδεια, εξουσιοδότηση, άδειας, έγκριση, αδείας
Τυχαίες λέξεις
Autorità στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυθεντία, εξουσία, κύρος, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που
Μεταφράσεις: αυθεντία, εξουσία, κύρος, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που