Εξουσία στα ιταλικά

Μετάφραση: εξουσία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
potere, ufficio, energia, vigore, potenza, autorità, forza, autorevolezza, di potenza, il potere
Εξουσία στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξουσία

εξουσία αποφθέγματα, εξουσία τι μπάλα παίζεις, εξουσία συνώνυμα, εξουσία ορισμός, εξουσία και ευημερία, εξουσία λεξικό γλώσσας ιταλικά, εξουσία στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εξοργισμένος στα ιταλικά - livido, furioso, furiosa, furious, furiosi, furibondo
  • εξορκίζω στα ιταλικά - esorcizzare, esorcizzarla, di esorcizzare, esorcizzare la, esorcizzare i
  • εξουσιάζω στα ιταλικά - controllare, regolare, dominare, verifica, governare, padronanza, vigilare, ...
  • εξουσιοδοτούμαι στα ιταλικά - investire, collocare, sono, am
Τυχαίες λέξεις
Εξουσία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: potere, ufficio, energia, vigore, potenza, autorità, forza, autorevolezza, di potenza, il potere