Caritatevole στα ελληνικά

Μετάφραση: caritatevole, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνετός, ευμενής, φρόνιμος, καλόβουλος, φιλανθρωπικές, φιλανθρωπικούς, φιλανθρωπικών, φιλανθρωπικά, φιλανθρωπικό
Caritatevole στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • carie στα ελληνικά - παρακμάζω, παρακμή, φθορά, σαπίζω, τερηδόνα, τερηδόνας, της τερηδόνας, ...
  • carino στα ελληνικά - χαριτωμένος, χαριτωμένο, χαριτωμένα, χαριτωμένη, το χαριτωμένο
  • carnagione στα ελληνικά - χροιά, επιδερμίδα, την επιδερμίδα, επιδερμίδας, τη χροιά
  • carnale στα ελληνικά - αισθησιακός, σαρκικός, σαρκικές, σαρκική, σάρκινα, σαρκικό
Τυχαίες λέξεις
Caritatevole στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνετός, ευμενής, φρόνιμος, καλόβουλος, φιλανθρωπικές, φιλανθρωπικούς, φιλανθρωπικών, φιλανθρωπικά, φιλανθρωπικό