Λέξη: βγάζω
Σχετικές λέξεις: βγάζω
βγάζω φρονιμίτες, βγάζω πολλά υγρά, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγάζω λόγο, βγάζω από την πέτρα λάδι, βγάζω γούστα, βγάζω τα μάτια μου, βγάζω συνώνυμα, βγάζω γλώσσα, βγάζω το ψωμί μου
Συνώνυμα: βγάζω
εκβάλλω, μετακινώ, μετακομίζω, μεταφέρω, απομακρύνω, μεταθέτω, κατεβαίνω, ξεκινώ
Μεταφράσεις: βγάζω
βγάζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
elicit, doff, take out, jab out, I take, I make
βγάζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sacar, quitarse, doff
βγάζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erregen, hervorrufen, lüften, DOFF
βγάζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
engendrer, extraire, arracher, évoquer, provoquer, étirer, déceler, occasionner, enlever, Doff, ôter
βγάζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
togliersi, doff
βγάζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
despir, doff
βγάζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doff, de Doff, zich de Doff
βγάζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
устанавливать, добыть, допытываться, выказать, извлекать, вызывать, являть, обнаруживать, выявить, явить, проявлять, проявить, выявлять, выказывать, обнаружить, добывать, Doff
βγάζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Doffen, Doff
βγάζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
doff, avtaga
βγάζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
herättää, riisua yltään, Doff
βγάζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Doff
βγάζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyvolávat, zjistit, vyvolat, získat, vytáhnout, sundat, odložit, Doff
βγάζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ujawniać, wywołać, wywoływać, wydobywać, wyciągać, muskać, zdejmować, DOFF
βγάζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kalapot emel, doff, szokását levetkőzi
βγάζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
atmak, doff, başından savmak
βγάζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
видобути, встановлювати, виявляти, виявити, Doff
βγάζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
heq qafe, zhvesh, heq, ngre kapelën
βγάζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
събличам, свалям
βγάζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Doff
βγάζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tingima, järeldama, doff, Riietama yltään
βγάζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izazvati, izvući, otkriti, skinuti, Doff
βγάζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Doff
βγάζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Mesti, Doff, Noģērbt, Muskać
βγάζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noģērbt, noņemt, Doff, atmest, novilkt
βγάζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
doff
βγάζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
se dezbrăca, Doff, dezbrăca, renunța la
βγάζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Doff
βγάζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zložiť, sundat, dať dole, sňať, vyzliecť
Στατιστικά δημοτικότητας: βγάζω
Τυχαίες λέξεις