Coinvolgere στα ελληνικά

Μετάφραση: coinvolgere, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπλέκομαι, εμπλέκω, μπλέκω, περιλαμβάνω, συνεπάγονται, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, αφορούν
Coinvolgere στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cognome στα ελληνικά - επίθετο, όνομα, ονομάζω, ονομασία, επώνυμο, το επώνυμο, επώνυμό, ...
  • coincidere στα ελληνικά - συμπίπτουν, συμπίπτει, συμπέσει, να συμπίπτει, να συμπίπτουν
  • coinvolgimento στα ελληνικά - συνέπεια, υπόνοια, υπαινιγμός, επιπτώσεις, επίπτωση, σιωπηρώς, εμμέσως
  • colabrodo στα ελληνικά - σουρωτήρι, τρυπητό, σουρωτηριού, το σουρωτήρι, τρυπητό να
Τυχαίες λέξεις
Coinvolgere στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπλέκομαι, εμπλέκω, μπλέκω, περιλαμβάνω, συνεπάγονται, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, αφορούν