Competente στα ελληνικά
Μετάφραση: competente, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι, κατάλληλος, αρμόδιος, αρμόδιες, αρμόδια, αρμόδιων, αρμόδιο
Μεταφράσεις
- compensato στα ελληνικά - κόντρα πλακέ, κοντραπλακέ, από κόντρα πλακέ, Κόντρα, Το κόντρα πλακέ
- compenso στα ελληνικά - ανταμοιβή, μισθός, αποζημίωση, συμψηφισμός, αμοιβή, αποζημίωσης, αντιστάθμιση, ...
- competenza στα ελληνικά - αρμοδιότητα, ικανότητα, γνωρίζουν πώς, ξέρουν πώς, ξέρετε πώς, ξέρει πώς, ξέρω πώς
- competere στα ελληνικά - συναγωνίζομαι, διαγωνίζομαι, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ανταγωνισμό, ανταγωνίζεται
Τυχαίες λέξεις
Competente στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι, κατάλληλος, αρμόδιος, αρμόδιες, αρμόδια, αρμόδιων, αρμόδιο
Μεταφράσεις: οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι, κατάλληλος, αρμόδιος, αρμόδιες, αρμόδια, αρμόδιων, αρμόδιο