Οικειοποιούμαι στα ιταλικά

Μετάφραση: οικειοποιούμαι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
competente, adatto, apposito, appropriato, opportuno, oikeiopoioumai
Οικειοποιούμαι στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικειοποιούμαι

οικειοποιούμαι αντωνυμα, οικειοποιούμαι συνώνυμο, οικειοποιούμαι στα αγγλικα, οικειοποιούμαι συνωνυμα, οικειοποιούμαι αντωνυμο, οικειοποιούμαι λεξικό γλώσσας ιταλικά, οικειοποιούμαι στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • οθόνη στα ιταλικά - vetrina, mostra, dimostrare, presentare, indicare, sorvegliare, esibizione, ...
  • οικείος στα ιταλικά - intimo, familiare, conoscenza, a conoscenza, conosci, familiarità
  • οικειότητα στα ιταλικά - intimità, l'intimità, dell'intimità, nell'intimità, di intimità
  • οικιακός στα ιταλικά - famiglia, casalingo, domestico, casa, economia domestica, domestici
Τυχαίες λέξεις
Οικειοποιούμαι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: competente, adatto, apposito, appropriato, opportuno, oikeiopoioumai