Conciliare στα ελληνικά
Μετάφραση: conciliare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κανονίζω, συμφιλιώνω, τακτοποιώ, συμβιβάζω, συμβιβάσει, συμφιλιώσει, συμφιλίωση, συμβιβάσουν, συμβιβαστεί
Μεταφράσεις
- conchiglia στα ελληνικά - οβίδα, καβούκι, κέλυφος, κοχύλι, κελύφους, περίβλημα, shell
- conciare στα ελληνικά - μαυρίζω, καφετί, μαύρισμα, βυρσοδεψώ, tan, αχυρόχρωμο, καφέ, ...
- concime στα ελληνικά - κοπριά, βρομιά, βόρβορος, κόπρος, κοπριάς, κόπρο, την κόπρο
- concitare στα ελληνικά - διεγείρω, ξεσηκώνω
Τυχαίες λέξεις
Conciliare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κανονίζω, συμφιλιώνω, τακτοποιώ, συμβιβάζω, συμβιβάσει, συμφιλιώσει, συμφιλίωση, συμβιβάσουν, συμβιβαστεί
Μεταφράσεις: κανονίζω, συμφιλιώνω, τακτοποιώ, συμβιβάζω, συμβιβάσει, συμφιλιώσει, συμφιλίωση, συμβιβάσουν, συμβιβαστεί