Decisivo στα ελληνικά

Μετάφραση: decisivo, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
Decisivo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • decisamente στα ελληνικά - οριστικά, σίγουρα, οπωσδήποτε, σαφώς, οριστική
  • decisione στα ελληνικά - αποφασιστικότητα, κυρίαρχος, απόφαση, απόφασης, αποφάσεως, απόφαση της, απόφασή
  • deciso στα ελληνικά - αποφασισμένος, αποφάσισε, αποφασίστηκε, αποφάσισαν, αποφασίσει, αποφασίζεται
  • declinare στα ελληνικά - ξεπεσμός, μαρασμός, εκτρέπομαι, κλίνω, πτώση, παρακμή, μείωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Decisivo στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό