Καθοριστικός στα ιταλικά

Μετάφραση: καθοριστικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
decisivo, determinante, fattore determinante, determinanti, determinante per
Καθοριστικός στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθοριστικός

καθοριστικόσ ετυμολογία, καθοριστικός συνώνυμα, καθοριστικόσ ο ρόλοσ τησ ελλάδασ στη διαμόρφωση τησ ευρωπαϊκήσ ψηφιακήσ στρατηγικήσ, καθοριστικός στα αγγλικα, καθοριστικός english, καθοριστικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, καθοριστικός στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • καθορίζω στα ιταλικά - decidere, citazione, precisare, specificare, determinare, fissare, quotare, ...
  • καθορισμένος στα ιταλικά - porre, complesso, guarnizione, calare, posare, posto, insieme, ...
  • καθρέφτης στα ιταλικά - riflettere, specchio, dello specchio, specchietto, specchio di, a specchio
  • καθυστέρηση στα ιταλικά - tardare, dilazione, ritardare, ritardo, rapina, spostare, indugio, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθοριστικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: decisivo, determinante, fattore determinante, determinanti, determinante per