Αποφασιστικός στα ιταλικά
Μετάφραση: αποφασιστικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
decisivo, decisiva, determinante, deciso, decisivi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποφασιστικός
αποφασιστικός στα αγγλικα, αποφασιστικός συνώνυμα, αποφασιστικός συνώνυμο, αποφασιστικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, αποφασιστικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αποφασίζω στα ιταλικά - sciogliere, principio, righello, fissare, regola, massima, deliberare, ...
- αποφασισμένος στα ιταλικά - deciso, determinato, determinata, determinati, stabilito, determinate
- αποφασιστικότητα στα ιταλικά - risoluzione, determinazione, decisione, determinatezza, risolutezza, deliberazione, la determinazione, ...
- αποφεύγω στα ιταλικά - sfuggire, eludere, evitare, scansare, schivare, trucco, evitare di, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποφασιστικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: decisivo, decisiva, determinante, deciso, decisivi
Μεταφράσεις: decisivo, decisiva, determinante, deciso, decisivi