Definizione στα ελληνικά

Μετάφραση: definizione, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, τον ορισμό
Definizione στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • definire στα ελληνικά - προσδιορίζω, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει
  • definitivo στα ελληνικά - ύστατος, τελικός, απώτατος, έσχατος, τελική, τελικό, τελικής, ...
  • deflettere στα ελληνικά - παρεκκλίνω, εκτρέπω, εκτρέψει, εκτρέψουν, εκτροπή, εκτρέπει, εκτρέπουν
  • deflusso στα ελληνικά - εκροή, εκροής, εκροών, εκροές, ροή
Τυχαίες λέξεις
Definizione στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, τον ορισμό