Derivare στα ελληνικά
Μετάφραση: derivare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προέρχομαι, παράγομαι, αντλώ, έκβαση, επίπτωση, αποτέλεσμα, αντλούν, απορρέουν, αντλήσει, αποκομίζουν, προέρχονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- deretano στα ελληνικά - ανατρέφω, πισινός, πισινό, μόρτης, πίσω πλευρά, πίσω μέρος, πίσω, ...
- deriva στα ελληνικά - τάση, παρασυρόμενα, παρασυρόμενων, μετατόπιση, ολίσθηση
- derrata στα ελληνικά - εμπόρευμα, αγαθό, βασικών εμπορευμάτων, βασικών προϊόντων, εμπορεύματος, των βασικών εμπορευμάτων
- derubare στα ελληνικά - ληστεύω, ξεγυμνώνω, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ο Rob
Τυχαίες λέξεις
Derivare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προέρχομαι, παράγομαι, αντλώ, έκβαση, επίπτωση, αποτέλεσμα, αντλούν, απορρέουν, αντλήσει, αποκομίζουν, προέρχονται
Μεταφράσεις: προέρχομαι, παράγομαι, αντλώ, έκβαση, επίπτωση, αποτέλεσμα, αντλούν, απορρέουν, αντλήσει, αποκομίζουν, προέρχονται