Determinare στα ελληνικά

Μετάφραση: determinare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφασίζω, προσδιορίζω, καθορίζω, υπολογίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Determinare στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • detenzione στα ελληνικά - συλλαμβάνω, φύλαξη, σύλληψη, φυλάκιση, ταραχή, κηδεμονία, κράτηση, ...
  • detergere στα ελληνικά - εκκαθαρίζω, καθαρίσει, καθαρίζει, καθαρίζουν, να καθαρίσει, τον καθαρισμό
  • determinatezza στα ελληνικά - αποφασιστικότητα, ακρίβεια, ακριβείας, ακρίβειας, την ακρίβεια, ακριβειας
  • determinazione στα ελληνικά - αποφασιστικότητα, προσδιορισμός, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
Τυχαίες λέξεις
Determinare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφασίζω, προσδιορίζω, καθορίζω, υπολογίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί